Η Ελλάδα, λέει, χρειάζεται «σοκ εντιμότητας». Και κάπως έτσι, σαν άλλος μετανοημένος Απόστολος, εγκαταλείπει οικειοθελώς τα βουλευτικά προνόμια… αφού πρώτα τα χάρηκε όλα. Σαν να παραγγέλνεις γεύμα πέντε πιάτων και στο τέλος πετάς την πετσέτα λέγοντας «Δεν πεινούσα τελικά».
«Είπα όχι στην ασφάλεια του επαγγελματία πολιτικού» — αλλά αφού πρώτα εκτέλεσα κάθε προβλεπόμενη θητεία, ψήφισα ό,τι μου ζητήθηκε, έκανα τον γύρο των πάνελ, και τώρα, όταν δεν μου έμεινε καρέκλα, ανακάλυψα την ανασφάλεια του πολίτη. Πόσο συγκινητικό.
Η κυβέρνηση, λέει, έχει οικοδομήσει καθεστώς διαφθοράς. Το διαπίστωσε τώρα. Όχι όταν ψήφιζε μαζί τους ευρωπαϊκά κονδύλια, ή σιωπούσε όσο οι υπόλοιποι «μοιράζονταν τη λεία». Όχι. Τώρα. Που έμεινε εκτός συστήματος.
«Διάλεξα το δρόμο έξω από το σύστημα» — μετά, φυσικά, από χρόνια καβάλα στο σύστημα. Αλλά τι να κάνεις, κάποτε τελειώνει το VIP πάσο. Και τότε βγαίνεις έξω… και καταγγέλλεις το κλαμπ που σε τάιζε.
Μιλάει για “νέα περηφάνεια”, “ανασύνθεση της προοδευτικής αντιπολίτευσης”, “πορεία στον λαό”, όλα τα μεγάλα λόγια ενός ανθρώπου που σφύριζε αδιάφορα όσο το σπίτι καιγόταν — αρκεί να είχε ρεύμα στο γραφείο του.
Καταγγέλλει τους «αυτόκλητους Μεσσίες» — χωρίς να μας εξηγεί γιατί μας μιλάει σαν άλλος ένας. Μας ενημερώνει ότι δεν κάνει ανταγωνισμό, μόνο υπέρβαση, και αν δεν το βλέπουμε, φταίμε εμείς. Γιατί αυτός είναι το φως. Εμείς οι αχάριστοι.
Προαναγγέλλει, χωρίς να το λέει, το επόμενο κόμμα, το νέο όραμα, τη δική του “εισβολή προσώπων”, με περισσότερη καθαρότητα απ’ τον Άγιο Φωτεινό, λιγότερη οργάνωση από λαϊκή αγορά, και μηδέν αυτογνωσία.
«Η σχέση μου με τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν σχέση ζωής» – και όπως κάθε σχέση που χάνεται, είναι πάντα φταίχτης ο άλλος. Αυτός απλώς φεύγει με αξιοπρέπεια. Αν μπορούσε, θα κρατούσε και το σαλόνι μαζί.
Τελειώνει με θαλασσινές μεταφορές – γιατί όλοι οι πολιτικοί που βυθίζονται, θυμούνται τη θάλασσα. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση, ο καπετάνιος παράτησε το πλοίο αφού έριξε μόνος του τη μηχανή στη θάλασσα. Και τώρα μας φωνάζει απ’ τη βάρκα «πάμε για ριζική ανανέωση!»



