Η Ελλάδα δεν γερνά. Απλώς την αφήνουμε να πεθάνει σιγά σιγά και αθόρυβα. Οι αριθμοί είναι τρομακτικοί, αλλά κανείς δεν τρομάζει πραγματικά. Τα σχολεία κλείνουν, τα χωριά αδειάζουν, τα νεογέννητα λιγοστεύουν, και οι υπουργοί κάνουν ανακοινώσεις με φόντο παιδικές χαρές που δεν γεμίζουν ποτέ.
Το δημογραφικό δεν είναι πρόβλημα – είναι βολικό άλλοθι για να μην αλλάξει τίποτα. Όλοι ξέρουν τις αιτίες: ακριβά σπίτια, επισφαλείς δουλειές, μισθοί πείνας, μηδενική στήριξη στις οικογένειες. Και τι κάνουν; Οργανώνουν επιτροπές, εξαγγέλλουν επιδόματα της μιας φοράς και δίνουν συμβουλές αναπαραγωγικής υγείας σε ανθρώπους που δεν έχουν ούτε υγεία ούτε προοπτική.
Οι νέοι δεν φεύγουν απλώς για το εξωτερικό – φεύγουν από τη σκέψη ότι εδώ μπορούν να ζήσουν. Η μητρότητα αντιμετωπίζεται ως στατιστική, η πατρότητα ως χρέος, η οικογένεια ως προεκλογικό πυροτέχνημα. Όλα προσωρινά, όλα αποσπασματικά, όλα στο περίπου.
Αν η χώρα ήταν εταιρεία, θα είχε κηρύξει πτώχευση. Αν ήταν οργανισμός, θα νοσηλευόταν. Αλλά είναι κοινωνία – και αυτή πεθαίνει όρθια, μέσα στην ψευδαίσθηση ότι “κάτι γίνεται”.
Η Ελλάδα δεν υποφέρει από λίγες γεννήσεις. Υποφέρει από πολιτική ατολμία, κοινωνική παραίτηση και βαθιά αδιαφορία για το μέλλον της. Και το χειρότερο; Μάθαμε να το ανεχόμαστε.